- быть
- ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•
его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.
2. εχω•у него был внук αυτός είχε εγγόνι.
|| βρίσκομαι•в бумажнике были документы στο χαρτοφύλακα ήταν έγγραφα
3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•
был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).
4. γίνομαι•заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.
5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•я был болен ήμουν άρρωστος.
|| γίνομαι, καθίσταμαι•кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).
6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•город был взят η πόλη καταλήφθηκε.
7. (μόριο μέλλοντα) θα•он будет читать αυτός θά διαβάζει,
εκφρ.быть может – κ. может быть βλ. στη λ. мочь 1•быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•как -? – τι να γίνει;•будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.